- ἀβόρβορος
- ἀ-βόρβορος, ohne Schmutz
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀβόρβορον — ἀβόρβορος without filth masc/fem acc sg ἀβόρβορος without filth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόρβορος — ο (AM βόρβορος) βρομερή λάσπη, βούρκος μσν. νεοελλ. ηθική ακαθαρσία, διαφθορά αρχ. κόπρανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ., σχηματισμένη με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Αν υποτεθεί ότι πρόκειται για κληρονομημένη λ., τότε μπορεί να συσχετιστεί με τα… … Dictionary of Greek